καταλογάδην

καταλογάδην
καταλογάδην
by way of conversation
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταλογάδην — (AM καταλογάδην) επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λογ άδ ην (< λογάς < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • ARISTEAS — Proconnesius genere, emicuit Cyri et Croesi temporibus, fil. Democharis, aut Caustrobii, Theogoniam scripsisse dicitur, Suidae verbis, καταλογάδην εἰς ἔπηα, Oratione solutâ ad versus mille. Sic interpres habet Admylius Portus, quem sequitur Vosl …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασωπόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος (6ος αι. π.Χ.), μαθητής του Αγελάδα και συμμαθητής του Πολύκλειτου. Συνεργάστηκε με τον Αθηνόδωρο και τον Αργειάδη στην κατασκευή χάλκινων ανδριάντων που προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”